Η ανισοσκελία είναι η παθολογική κατάσταση στην οποία παρατηρείται άνισο μήκος μεταξύ των δύο κάτω άκρων ενός ατόμου. Μεγάλο ποσοστό ανθρώπων φέρει τη συγκεκριμένη πάθηση.
Η ανισοσκελία διακρίνεται σε δύο βασικούς τύπους:
- Την ανατομική, η οποία οφείλεται σε διαφορές στο μήκος των οστών των κάτω άκρων. Στην ανατομική ανισοσκελία παρατηρείται πραγματική διαφορά στο μήκος των οστών των κάτω άκρων που μπορεί να οφείλεται σε διαφορετικό μήκος των μηριαίων οστών, των κνημών και περονών. Η ανατομική ανισοσκελία προκύπτει μετά από κατάγματα των κάτω άκρων, λοιμώξεις των οστών των κάτω άκρων, χειρουργικές επεμβάσεις στα κάτω άκρα ή το ισχίο ή από διάφορα αίτια που προκαλούν βλάβη στην ζώνη αύξησης (επίφυση) των μακρών οστών των κάτω άκρων κατά την ανάπτυξη του σκελετού.
- Την λειτουργική την οποία δεν παρατηρούνται πραγματικές διαφορές στο μήκος των οστών των κάτω άκρων. Η λειτουργική ανισοσκελία προκαλείται από παθήσεις των μυών και νεύρων στην λεκάνη ή στους μηρούς. Οι νευρομυϊκές βλάβες προκαλούν υπερτονία (αυξημένη σύσπαση) των μυών της λεκάνης και του μηρού με αποτέλεσμα το ένα κάτω άκρο να έλκεται και να κρατιέται σε ψηλότερη θέση από το άλλο και να φαίνεται βραχύτερο (κοντότερο) παρά το γεγονός ότι δεν διαφέρει σε μήκος από το άλλο.
Επιπρόσθετα της παραπάνω διάκρισης της ανισοσκελίας, η ανισοσκελία διακρίνεται επίσης στην ανισοσκελία που είναι εμφανής από την παιδική ηλικία και στην ανισοσκελία που εμφανίζεται αργότερα την ενήλικο ζωή. Γενικά η αναπηρία και τα συμπτώματα είναι εντονότερα στην ανισοσκελία που εμφανίζεται στην ενήλικο ζωή σε σχέση με εκείνη που εμφανίζεται στην παιδική ηλικία.
Ανατομική ανισοσκελία
Παλαιότερα η ανατομική ανισοσκελία θεωρούνταν αρκετά σπάνια. Σήμερα ανασκοπήσεις των σωματομετρικών μετρήσεων μεγάλου αριθμού ατόμων έχουν δείξει ότι η μικρού βαθμού ανατομική ανισοσκελία είναι ιδιαίτερα συχνή στον γενικό πληθυσμό. Έτσι μικρού βαθμού ανατομική ανισοσκελία παρατηρείται στο 90% των ατόμων στο γενικό πληθυσμό με κατά μέσο όρο διαφορά 5.2 χιλιοστών μεταξύ των δύο κάτω άκρων. Στην πλειοψηφία των περιπτώσεων το δεξιό κάτω άκρο είναι βραχύτερο από το αριστερό.
Η ανισοσκελία αυτού του βαθμού δεν προκαλεί συνήθως συμπτώματα ούτε έχει επιπτώσεις. Για την πλειοψηφία των ανθρώπων η ανισοσκελία δεν θεωρείται κλινικά σημαντική έως ότου η διαφορά μεταξύ των δύο κάτω άκρων φτάσει τα 1-2 εκατοστά. Ανατομική ανισοσκελία με διαφορά μεγαλύτερη από 2 εκατοστά μεταξύ των κάτω άκρων παρατηρείται σε αναλογία 1/1000 άτομα στο γενικό πληθυσμό. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, υπολογίζεται ότι περισσότεροι από 100 χιλιάδες άνθρωποι πάσχουν από ανισοσκελία, την οποία πιθανότατα δε γνωρίζουν. Από πολλές μελέτες έχει καταδειχθεί ότι το μέγεθος της ανισοσκελίας δεν σχετίζεται πάντα με την ύπαρξη συμπτωμάτων και την ανάπτυξη επιπλοκών από αυτή.
Η συχνότητα της σημαντικής ανισοσκελίας με διαφορά 1 εκατοστό ή περισσότερο μεταξύ των δύο άκρων δεν σήμερα ακριβώς γνωστή και ποικίλλει από 14.8-43% στο γενικό πληθυσμό με βάση τις διάφορες μελέτες. Διάφορες μελέτες έχουν προσπαθήσει να προσδιορίσουν τον βαθμό της ανισοσκελίας που είναι κλινικά σημαντικός και συσχετίζεται με την ύπαρξη συμπτωμάτων και κυρίως πόνου στην μέση και προβλημάτων από την λεκάνη και τα κάτω άκρα. Τα αποτελέσματα των μελετών αυτών διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους και η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει σε οριστικά συμπεράσματα στο πεδίο αυτό. Με βάση τις περισσότερες μελέτες ανατομική ανισοσκελία στην παιδική ηλικία μικρότερη από 1, 5 εκατοστά σε συνθήκες έντονης σωματικής άσκησης και καταπόνησης και μικρότερη από 2 εκατοστά σε φυσιολογικές συνθήκες δεν θεωρείται πιθανό να προκαλέσει συμπτώματα. Τονίζεται όμως σε κάθε περίπτωση ότι μπορεί πάντα να υπάρχουν εξαιρέσεις σε μικρότερο ή μεγαλύτερο μέγεθος του γενικού πληθυσμού και πολλές μελέτες έχουν αναφέρει αυξημένη συχνότητα πόνου στην μέση ακόμα και με μικρού βαθμού ανισοσκελία.
Η ανατομική ανισοσκελία που προκύπτει μετά από επεμβάσεις στα κάτω άκρα και την λεκάνη και ιδιαίτερα μετά ολική αρθροπλαστική ισχίου θεωρείται επίσης σήμερα αρκετά συχνή. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, μετά ολική αρθροπλαστική ισχίου ανατομική ανισοσκελία μικρότερη από 5 χιλιοστά παρατηρείται στο 75% των ασθενών, ανισοσκελία 5-7 χιλιοστά στο 12.5% των ασθενών και ανισοσκελία 7-10 χιλιοστά στο 2% των ασθενών. Ο βαθμός της ανισοσκελίας που είναι ανεκτός από τους ασθενείς δεν έχει προσδιοριστεί σήμερα με απόλυτο τρόπο και γενικά θεωρείται ότι διαφορές μικρότερες από 1 εκατοστό είναι συνήθως καλά ανεκτές. Κάποιες μελέτες υποστηρίζουν επίσης ότι η μετεγχειρητική ανισοσκελία στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αναπτύσσεται σε άτομα που είχαν κάποιου βαθμού ανισοσκελία πριν την επέμβαση. Οι επεμβάσεις στο ισχίο μπορεί επίσης να προκαλέσουν λειτουργική ανισοσκελία λόγω αλλαγών στην μηχανική της άρθρωσης των ισχίων.
Λειτουργική ανισοσκελία
Η λειτουργική ανισοσκελία προκύπτει λόγω αυξημένης σύσπασης (υπερτονίας) ή μειωμένης σύσπασης (αδυναμίας) των μυών του κάτω άκρου, της λεκάνης και της σπονδυλικής στήλης όπως και από δυσκαμψία στων αρθρώσεων της λεκάνης, της σπονδυλικής στήλης και των κάτω άκρων. Συχνότερες αιτίες είναι ο πρηνισμός ή ο υπτιασμός του ενός ποδιού σε σχέση με το άλλο, η δυσκολία στην απαγωγή και η προσαγωγή του ενός κάτω άκρου κατά την άρθρωση του ισχίου λόγω αυξημένης σύσπασης (υπερτονίας) των μυών η δημιουργίας συγκάμψεων, η υπερέκταση του γόνατος λόγω αδυναμίας του τετρακέφαλου μηριαίου μυ και η σκολίωση της οσφυϊκής μοίρας σπονδυλικής στήλης.
Συμπτώματα και επιπλοκές
Η πάθηση προκαλεί σημαντικές αλλαγές στην βιο-μηχανική των αρθρώσεων των κάτω άκρων και των φορτίων που ασκούνται σε αυτές ενώ κινητοποιούνται και αντιρροπιστικές αλλαγές. Τα συμπτώματα και οι αλλοιώσεις σχετίζονται με το επίπεδο της σωματικής δραστηριότητας και εμφανίζονται νωρίτερα και εντονότερα στα άτομα που αθλούνται.
Η ανισοσκελία προκαλεί μετατόπιση του κέντρου βάρους του σώματος στο κάτω άκρο με το μικρότερο μήκος. Οι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί που κινητοποιούνται για την διατήρηση της στάσης και βάδισης περιλαμβάνουν την σπονδυλική στήλη, την λεκάνη και τα κάτω άκρα. Οι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί τείνουν, όπως δηλώνει και το όνομα τους, να αντισταθμίζουν τις αλλαγές στην κατανομή των φορτίων που προκαλούνται από την ανισοσκελία. Οι συχνότεροι αντιρροπιστικοί μηχανισμοί περιλαμβάνουν της στροφή και κλίση της λεκάνης προς την πλευρά του βραχύτερου κάτω άκρου, την ανάπτυξη σκολίωσης με την κυρτότητα της σπονδυλικής στήλης να εντοπίζεται στην πλευρά του βραχύτερου κάτω άκρου, την κάμψη της άρθρωσης του γόνατος στο μακρύτερο κάτω άκρο, το ανάκυρτο γόνατο στην πλευρά του βραχύτερου κάτω άκρου, την κάμψη της άρθρωσης του γόνατος στην πλευρά του μακρύτερου κάτω άκρου, τον έντονο πρηνισμό της υπαστραγαλικής άρθρωσης στην πλευρά του μακρύτερου κάτω άκρου, και την πελματιαία κάμψη και υπτιασμό του άκρου ποδός κατά την άρθρωση του αστραγάλου στην πλευρά του βραχύτερου κάτω άκρου. Το ανάκυρτο γόνυ είναι παραμόρφωση της άρθρωσης του γόνατος, στην οποία το γόνατο κάμπτεται προς τα πίσω και η μηροπερονιαία άρθρωση υπερεκτείνεται.
Το περισσότερο συχνό σύμπτωμα που συνδέεται με την ανισοσκελία είναι ο πόνος στην μέση. Όπως προαναφέρθηκε ο πόνος στην μέση (οσφυαλγία) μπορεί να προκληθεί και από μικρού βαθμού ανισοσκελία και το θέμα αυτό δεν έχει ξεκαθαρίσει σήμερα στην διεθνή επιστημονική κοινότητα και σχετίζεται επίσης και με τις αθλητικές δραστηριότητες των ασθενών και είναι εντονότερος σε άτομα που αθλούνται ακόμα και με μικρότερο βαθμό ανισοσκελίας.
Λοιπά συμπτώματα περιλαμβάνουν πόνο στην λαγόνιο χώρα, πόνο λόγω αρθρίτιδας στο γόνατο, πόνο στον ψοϊτη μυ, πόνο στο ισχίο λόγω αρθρίτιδας του ισχίου, τενοντίτιδα του τένοντα της επιγονατίδας, πόνο στην επιγονατίδα και στον μηρό, πελματιαία απονευρωσίτιδα, πόνο στην κνήμη και μεταταρσαλγία. Τα παραπάνω συμπτώματα και οι αλλοιώσεις εντοπίζονται αρχικά στο μακρότερο κάτω άκρο στην ανατομική ανισοσκελία . Συμπτώματα και αλλοιώσεις στο βραχύτερο άκρο περιλαμβάνουν το σύνδρομο της λαγονοκμνημιαίας ταινίας που εκδηλώνεται με πόνο στην έξω επιφάνεια του γόνατος, φλεγμονή του ορογόνου θυλάκου των τροχαντήρων, πόνο στην ιερολαγόνιο άρθρωση, τενοντοπάθεια του αχίλλειου τένοντα και πόνο στη έξω επιφάνεια των άκρων ποδών λόγω υπεξαρθρήματος των σκαφοειδών οστών.
Στην λειτουργική ανισοσκελία τα συμπτώματα και οι αλλοιώσεις εντοπίζονται αρχικά συχνότερα στην περιοχή του βραχύτερου κάτω άκρου και περιλαμβάνουν την πελματιαία απονευρωσίτιδα, πόνο στο μηριαίο οστό και την επιγονατίδα, πόνο στην έσω επιφάνεια της κνήμης, σύνδρομο λαγονοκνημιαίας ταινίας, πόνο της ομόπλευρης ιερολαγόνιας άρθρωσης, και οσφυαλγία και πόνο στην λαγόνια χώρα λόγω καταπόνησης των ψοϊτών μυών στην αντίθετη πλευρά.
Διάγνωση
Η διάγνωση της ανισοσκελίας γίνεται από τον ειδικό ορθοπεδικό με βάση αρχικά την εξέταση των κάτω άκρων, του τρόπου βάδισης και κάποιες ειδικές δοκιμασίες και μετρήσεις. Η λήψη ενός λεπτομερούς ιστορικού για την βαρύτητα και την διάρκεια των συμπτωμάτων είναι βασικής σημασίας. Οι απεικονιστικές μέθοδοι είναι απαραίτητες για να καθοριστεί ο βαθμός της ανισοσκελίας. Οι απλές και ψηφιακές ακτινογραφίες επιτρέπουν με ακρίβεια το υπολογισμό του μήκους των κάτω άκρων. Η αξονική τομογραφία μπορεί να ανιχνεύσει διαφορές στο μήκος των κάτω άκρων με ακρίβεια χιλιοστού και θεωρείται πιο αξιόπιστη από την μαγνητική τομογραφία για την διάγνωση του βαθμού της ανισοσκελίας.
Ο ειδικός ορθοπεδικός καθορίζει επίσης αν πρόκειται για ανατομική ή λειτουργική ανισοσκελία καθώς και το είδος και την βαρύτητα των επιπλοκών της. Η έγκαιρη διάγνωση της ανισοσκελίας είναι βασικής σημασίας για την έγκαιρη έναρξη θεραπείας ώστε να ελαχιστοποιηθούν οι επιπλοκές.
Θεραπεία
Η θεραπεία της ανισοσκελίας θα πρέπει να αποφασίζεται μετά από λεπτομερή και εξατομικευμένη για κάθε ασθενή διερεύνηση της αιτιολογίας της, των επιπλοκών που έχει επιφέρει και καθορίζεται επίσης και από άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, ο τρόπος ζωής ακόμα και η ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς.
Οι περισσότεροι ασθενείς αντιλαμβάνονται την ανισοσκελία σαν αναπηρία ή σωματικό μειονέκτημα και η χωλότητα που αυτή επιφέρει αποτελεί σημαντικό ψυχολογικό φορτίο.
Η μικρού βαθμού ανισοσκελία, που είναι και η συχνότερη, αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με χρήση πελμάτων ειδικής κατασκευής (ενθεμάτων ή κοινώς πάτων) στο κοντύτερο πόδι. Η επιλογή των κατάλληλων πελμάτων γίνεται μετά από πελματογράφημα. Γενικά τα πέλματα είναι αποτελεσματικά για ανισοσκελία έως 3 εκατοστά. Για περιπτώσεις ανισοσκελίας άνω των 3 εκατοστών, προτείνεται η κατασκευή ανατομικού υποδήματος , συνδυαστικό με εξατομικευμένο πέλμα.